sondeado - ορισμός. Τι είναι το sondeado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sondeado - ορισμός


sondeado      
Expresiones Relacionadas
sondear      
verbo trans.
1) Echar el escandallo al agua para averiguar la profundidad y la calidad del fondo.
2) fig. Inquirir con cautela la intención o discreción de uno, o las circunstancias y estado de una cosa.
sondear      
sondear tr. Sondar, en sentido material (pero no usado en medicina). Tratar de enterarse con cautela del estado de una cosa o de la manera de pensar de alguien. Sondar. *Tantear. Realizar encuestas para averiguar la opinión de los ciudadanos acerca de un asunto. Se dice más "hacer un sondeo".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sondeado
1. "No los he sondeado, de ninguna de las maneras", ha apostillado.
2. Según un rumor publicado por la prensa mongola, Rumsfeld habría sondeado en ese sentido durante la visita.
3. No tiene lógica que digan que hemos sondeado a este jugador o que le hemos hecho una oferta.
4. Según el diario, el despacho de abogados podría llevar varias semanas articulando la operación y ya ha sondeado a diversos compradores.
5. Los socialistas también han sondeado a Converg';ncia i Unió para conocer si estarían dispuestos a apoyar que ese nuevo Miravet no llegara a celebrarse.
Τι είναι sondeado - ορισμός